Ο ρυθμός απονομής της ποινικής δικαιοσύνης στη χώρα μας σήμερα είναι αφόρητα βραδύς. Δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι η όλη κατάσταση προσεγγίζει, αν δεν ταυτίζεται με το καθεστώς της «αρνησιδικίας», που στο χώρο της ποινικής δίκης εκφράζεται με τη μορφή της «ατιμωρησίας». Το φαινόμενο αυτό εμφανίζεται ιδιαίτερα οξύ στο επίπεδο των κακουργημάτων, πολλά από τα οποία δεν έχουν εισέτι δικαστεί σε πρώτο βαθμό, παρόλο που από το χρόνο τελέσεώς τους έχει παρέλθει διάστημα μείζον της 12ετίας. Σε όχι λίγες περιπτώσεις, το αμετάκλητο της σχετικής κρίσης προσεγγίζει τη συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής.
Οι συνέπειες μιας τέτοιας εικόνας είναι άμεσα ορατές: Η χώρα μας ελέγχεται διαρκώς ως παραβαίνουσα αυξημένης τυπικής ισχύος επιταγές, που επιτάσσουν την εκδίκαση των υποθέσεων μέσα σε «λογική προθεσμία» (: άρθρο 6 § 1 εδ. α΄ της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών - ΕΣΔΑ) και χωρίς «αδικαιολόγητη καθυστέρηση» (:άρθρο 14 § 3 περ. γ΄ του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα - ΔΣΑΠΔ). Η αποκατάσταση της από το έγκλημα διαταραχθείσας κοινωνικής ειρήνης δεν συντελείται, αφού η «ετεροχρονισμένη» τιμωρία χάνει βαθμιαία όλο και περισσότερο τη δικαίωσή της και στο τέλος εκφυλίζεται ως ένα βαθμό σε απλή εκδίκηση. Επίσης, η ποιότητα του παραγόμενου δικαιοδοτικού έργου διαρκώς υποβαθμίζεται, αφού η όλη διαδικασία προσλαμβάνει κατ’ ανάγκη τα χαρακτηριστικά της «διεκπεραίωσης» και όχι της «κρίσεως». Από την άλλη πλευρά θα μπορούσε κανείς να προσθέσει ότι η βραδύτητα της ποινικής διαδικασίας σημαίνει και παράταση της ταλαιπωρίας του, ενδεχομένως αθώου, κατηγορουμένου, του οποίου η θέση πρέπει να ξεκαθαρίσει όσο το δυνατόν συντομότερα. Κάτω από αυτές τις (αναμφισβήτητες) συντεταγμένες το να γίνεται λόγος για ιδιότυπη «κατάσταση δικονομικής ανάγκης» δεν αποτελεί μόνο φραστικό σχήμα.
Το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο, όντας κατά βάση δημιούργημα των αρχών του περασμένου αιώνα, δεν κρίνεται επαρκές να αντιμετωπίσει τις απαιτήσεις της σημερινής πραγματικότητας, οι επελθούσες δε αλλεπάλληλες παρεμβάσεις, το μόνο που πέτυχαν ήταν η αλλοίωση της φυσιογνωμίας του με τη δημιουργία μιας, πλάι στην υπάρχουσα, «παραδικονομίας».